- αμφιτειχής
- ἀμφιτειχής, -ές (Α)αυτός που περιβάλλει, περικυκλώνει τα τείχη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + -τειχὴς < τεῖχος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφιτειχῆ — ἀμφιτειχής encompassing the walls neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀμφιτειχής encompassing the walls masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀμφιτειχής encompassing the walls masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… … Dictionary of Greek